αριστίνδην — (AM ἀριστίνδην) επίρρ. σύμφωνα με την αξία του αρίστου νεοελλ. 1. «αριστίνδην βουλευτής, γερουσιαστής» σύμφωνα με την αξία, εκλογή από τους καλύτερους 2. εκκλ. συγκρότηση της Ιεράς Συνόδου από μητροπολίτες που προέρχονται από την ελεύθερη επιλογή … Dictionary of Greek
ἀριστίνδην — ἀριστίνδας masc acc sg (attic epic ionic) ἀριστίνδην according to birth indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… … Dictionary of Greek
δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ευταξίας, Αθανάσιος — (Δαδί 1849 – Αθήνα 1931). Θεολόγος, πολιτικός και συγγραφέας. Βουλευτής Φθιώτιδας και Φωκίδας από το 1885, διορίστηκε επανειλημμένα υπουργός Παιδείας (1893, 1897, 1899), Οικονομικών (1902 και 1922) και Εθνικής Οικονομίας (1915). Διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Ζαΐμης, Αλέξανδρος — (Αθήνα 1856 – Βιέννη 1936). Νομικός και πολιτικός, πρωθυπουργός (1897 99, 1901 2, 1904, 1915 17) και πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (1929 35). Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στη Γαλλία και έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα από το… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κατεχάκης — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών και πολιτικών από την Κρήτη. 1. Απόστολος(1837 – 1904). Αγωνιστής της Κρητικής επανάστασης. Ήταν γιος του οπλαρχηγού της Επανάστασης του 1821, Χατζή Μιχαήλ Kατεχάκη. Ονομαζόταν επίσης καπετάν Αναγνώστης. Αρχικά,… … Dictionary of Greek
Κρότσε, Μπενεντέτο — (Benedetto Croce, Πεσκασερόλι, Άκουιλα 1866 – Νάπολη 1952). Ιταλός φιλόσοφος, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Αφού έχασε τους γονείς του στον σεισμό της Καζαμιτσόλα (Ίσκια), έζησε στη Ρώμη κοντά στον θείο και κηδεμόνα του, Σίλβιο Σπαβέντα … Dictionary of Greek